επαξιέραστος

επαξιέραστος
ἐπαξιέραστος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει την αγάπη τών άλλων, ο πολύ αγαπητός, ο αξιέραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επάξιος + ερασ-τός (< έραμαι «αγαπώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”